- ὁποτέρως
- ὁπότεροςwhich of twoadverbialὁπότεροςwhich of twomasc acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οποτέρωθε(ν) — ὁποτέρωθε(ν), επικ. τ. ὁπποτέρωθε(ν) (Α) επίρρ. από οποιοδήποτε από τα δύο μέρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁποτέρως + επιρρμ. κατάλ. θε(ν) (πρβλ. μηδετέρω θεν)] … Dictionary of Greek
οποτέρωθι — ὁποτέρωθι (Α) επίρρ. σε οποιοδήποτε από τα δύο μέρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁποτέρως + επιρρμ. κατάλ. θι (πρβλ. ουδετέρω θι)] … Dictionary of Greek
οποτέρωσε — ὁποτέρωσε (Α) επίρρ. 1. προς ποιο από τα δύο μέρη ή προς ποια από τις δύο διευθύνσεις 2. φρ. «οὐδ ὁποτέρωσε» σε κανένα από τα δύο μέρη ή σε καμία από τις δύο διευθύνσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁποτέρως + επιρρμ. κατάλ. σε (πρβλ. μηδετέρω σε)] … Dictionary of Greek
οπότερος — ὁπότερος, επικ. τ. ὁππότερος, ιων. τ. ὁκότερος, έρα, ον (Α) (αντων.) 1. (ως αναφ.) ποιος από τους δύο 2. (με το ἂν ή το κεν και με υποτ. σχετικά με αόρ. γενικότητα) όποιος από τους δύο και αν, οποιοσδήποτε 3. (ως αόρ.) ο ένας από τους δύο, όποιος … Dictionary of Greek